Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς ὀργήν

См. также в других словарях:

  • μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • οξύρροπος — ὀξύρροπος, ον (Α) 1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές 2. μτφ. αιφνίδιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον η ορμητικότητα, η σφοδρότητα 4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή …   Dictionary of Greek

  • Porphyre de Tyr — Porphyre Philosophe occidental Antiquité tardive Porphyre d après une gravure française du XVIe siècle …   Wikipédia en Français

  • подвигноути — ПОДВИГН|ОУТИ (112), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Подвинуть, сдвинуть с места, переместить: имаше же Оузантии столповъ •з҃•… аще въ первѣмь столпѣ възпи кто или камень подвиже, самъ позвьнѧше, второмѹ и прочимъ всемъ по рѧдѹ подаваше гла(с). (ἐσολευσεν) ГА XIV1 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HAMADRYADLS — nhymphae. Virg. Ecl. 10. v. 62. Iam neque Hamadryades rursus; nec carmina nobis Ipsa placent. Ubi Serv. Nymphae, inquit, sunt, quae cum arboribus nascuntur et intereunt; ἀπὸ τȏυ ἅμα, καὶ τῆς δρυὸς, qualis fuit illa, quam Erisichthon occidit. Ovid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… …   Dictionary of Greek

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • APHRODITE — Graecis Venus dicta, ab ἀφρὸς, quod est spuma, nam de spuma maris natam ferunt. Unde illud Ovidii Ep. 15. Heroid. v. 213. Venus orta mari, mare praestat eunti Tibullus l. 1. Eleg. 2. v. 41. Nam fuerit quicumque loquax, is sanguine natan, Is… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… …   Dictionary of Greek

  • αποσκήπτω — ἀποσκήπτω (Α) 1. εξακοντίζω κάτι από ψηλά 2. φρ. «ἀποσκήπτω τὴν ὀργὴν εἴς τινα» ξεσπώ σε κάποιον 3. πέφτω ξαφνικά, ενσκήπτω 4. αποβαίνω, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»